φιλέταιρος

φιλέταιρος
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ηγεμόνας της Περγάμου (3ος αι. π.Χ.). Ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου, που στα χρόνια των Ατταλίδων γνώρισε μεγάλη ακμή. Ενώ ήταν διοικητής του φρουρίου της Περγάμου, υπό τις διαταγές του Λυσιμάχου, του βασιλιά της Θράκης, αποσκίρτησε και προσχώρησε στον Σέλευκο τον A’. Αργότερα, και με τη βοήθεια του Αντιόχου A’, έγινε ανεξάρτητος ηγεμόνας.
2. Αθηναίος ποιητής της μέσης και της νέας αττικής κωμωδίας. Έγραψε 21 δράματα, άλλοτε εμπνευσμένα από τη μυθολογία και άλλοτε από την κοινωνική ζωή και δραστηριότητα. Διασώθηκαν ορισμένα αποσπάσματα και μερικοί τίτλοι έργων του (Αχιλλεύς, Κορινθιαστής, Κυνηγίας κλπ.). Τα αποσπάσματα που διασώθηκαν μας γνωρίζουν έναν αξιόλογο ποιητή για την εποχή του, που διέθετε κοινωνικό υπόβαθρο.
II
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Επί Διοκλητιανού (284-305) αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε στην Προκόννησο, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στη Θράκη, όπου και πέθανε. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Δεκεμβρίου.
* * *
-η, -ο / φιλέταιρος, -ον, ΝΑ, και φιλοέταιρος Α
αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που είναι πιστός και αφοσιωμένος σε αυτούς
νεοελλ.
ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλέταφος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλέταιρον
η φιλεταιρ(ε)ία*.
επίρρ...
φιλεταίρως Α
με φιλεταιρ(ε)ία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἑταῖρος «σύντροφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φιλέταιρος — fond of one s comrades masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέταιρος — fond of one s comrades masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταίρως — φιλέταιρος fond of one s comrades adverbial φιλέταιρος fond of one s comrades masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέταιρον — φιλέταιρος fond of one s comrades masc/fem acc sg φιλέταιρος fond of one s comrades neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Филетер — (Φιλέταιρος) основатель пергамского царства. Мать его происходила из Пафлагонии и была некогда флейтщицей и гетерой; отец принадлежал к знатному роду и дал своему сыну хорошее воспитание. В молодости Ф. служил у македонянина Докима, который был… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Филетэр, основатель пергамского царства — (Φιλέταιρος). Мать его происходила из Пафлагонии и была некогда флейтщицей и гетерой; отец принадлежал к знатному роду и дал своему сыну хорошее воспитание. В молодости Ф. служил у македонянина Докима, который был приверженцем сначала Пердикки,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Φιλεταίροις — Φιλέταιρος fond of one s comrades masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταίροις — φιλέταιρος fond of one s comrades masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλεταίρου — Φιλέταιρος fond of one s comrades masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταίρου — φιλέταιρος fond of one s comrades masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”